αιτιολογικός

αιτιολογικός
η , ό[ν]
1) обосновывающий, мотивирующий, аргументирующий; 2) оправдательный, объяснительный; 3) грам, причинный;

αιτιολογική πρόταση — причинное предложение;

αιτιολογικός σύνδεσμος — причинный союз;

4) мед. этнологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αιτιολογικός" в других словарях:

  • αἰτιολογικός — ready at giving the cause masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… …   Dictionary of Greek

  • αιτιολογικός — ή, ό 1. αυτός που φανερώνει την αιτία: Εδώ χρειάζεται μια αιτιολογική πρόταση. 2. το ουδ., το αιτιολογικό ως ουσ. σημαίνει την έκθεση των λόγων επί των οποίων στηρίχτηκε μια απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰτιολογικά — αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc pl αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc/acc dual αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικῶν — αἰτιολογικός ready at giving the cause fem gen pl αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικόν — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc acc sg αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικώτατα — αἰτιολογικός ready at giving the cause adverbial superl αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικοῖς — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικοί — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικοῦ — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικούς — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»