αἰτιολογικός — ready at giving the cause masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… … Dictionary of Greek
αιτιολογικός — ή, ό 1. αυτός που φανερώνει την αιτία: Εδώ χρειάζεται μια αιτιολογική πρόταση. 2. το ουδ., το αιτιολογικό ως ουσ. σημαίνει την έκθεση των λόγων επί των οποίων στηρίχτηκε μια απόφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιολογικά — αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc pl αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc/acc dual αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικῶν — αἰτιολογικός ready at giving the cause fem gen pl αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικόν — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc acc sg αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικώτατα — αἰτιολογικός ready at giving the cause adverbial superl αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικοῖς — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικοί — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικοῦ — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικούς — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)